- σκυφοκώνακτος
- σκῠφο-κώνακτος, ον,A carried round in cups, Epich.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυφοκώνακτος — carried round in cups masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυφοκώνακτος — ον, Α αυτός που μεταφερόταν σε σκύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + κωνάω «στροβιλίζω, περιστρέφω»] … Dictionary of Greek